- ἀρρενόφρων
- ἀρρενόφρωνof manly mindmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρρενόφρονα — ἀρρενόφρων of manly mind neut nom/voc/acc pl ἀρρενόφρων of manly mind masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενοφρονεστάτης — ἀρρενόφρων of manly mind fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενόφρονος — ἀρρενόφρων of manly mind gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρενοφρονεστέρα — ἀρρενοφρονεστέρᾱ , ἀρρενόφρων of manly mind fem nom/voc/acc comp dual ἀρρενοφρονεστέρᾱ , ἀρρενόφρων of manly mind fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek